Μέρος 2ο


Τα όρνια δεν πλησιάζουν αν δε μυρίσει σήψη.



Το τέλος πλησιάζει την αρχή.
Η μυρωδιά της σήψης αιωρείται, μολύνοντας ό,τι απέμεινε.
Έτσι, ξεπερασμένοι από τα δημιουργήματα μας,
ζούμε στον απόηχο του θορύβου, 
ξέμπαρκοι, 
κρυφά και σιωπηρά, 
το πένθος μας με τόση περηφάνια. 

--

Τόση νύχτα είχε χρόνια να δει ο κόσμος,
τόση αλόγιστη βοή να ακούσει 
τέτοια σιωπή να πει.


--


Φίλε είχα να σε δω πολλή καιρό.
Πες μου τα νέα σου.
Πες μου τι κάνεις.
Πες μου, ζεις ακόμα στο ίδιο σπίτι;
Τα Σάββατα, πες μου τι κάνεις τα Σάββατα;
Πες μου πόσο χρονών είσαι τώρα;
Πες μου βρήκες αγκαλιά να αδειάζεις την ψυχούλα σου;
Πες μου γιατί φοράς γραβάτα;

Αλλάζουμε μου πες φίλε, αλλάζουμε…
Όλοι αλλάξαμε…
Που να δεις τα παιδιά από το σχολείο…

Εσύ όμως μοιάζεις ίδιος…
"μου πες"

Πάλι ένα απλό παντελόνι φοράς…
Πάλι με ένα μονόχρωμο κοντομάνικο κυκλοφορείς.
Εσύ γιατί δεν άλλαξες;
"Με ρώτησες"

"Σε κοίταξα"
Σε κοίταξα στα μάτια.
Ήρθα κοντά σου, να σου δώσω μια αγκαλιά.
Είδα το θόρυβο στα μάτια σου.
Ένιωσα τον τρόμο στο στέρνο μου.
Έκανα ένα βήμα πίσω και σε κοίταξα στα μάτια.
Σου χαμογέλασα.
Έκανα ένα βήμα ακόμα πίσω,
έστριψα το κορμί μου και έφυγα,
έφυγα για να πάω στο μέλλον μου…

Έμεινες εκεί να κοιτάς…
Εσύ με τη γραβάτα σου.

Ο τρόπος αλλάζει  
ο σκοπός μένει ο ίδιος.
Τα μάτια σας αλλάξαν
τα κορμιά σας, τα βήματά σας
όλα αλλάξαν…


Αλλάζετε. 
Όλοι αλλάζουμε…

--


Έλα πες μου ψέματα.
Πες μου ότι δεν είναι έτσι.
Πες μου ότι το καρνέ μιας πουτάνας δεν κρύβει μοναξιά.
Εσύ που το βλέμμα σου το ξέχασες στα βήματά σου
Έλα κουρασμένε παρατηρητή,
εσύ που περπατάς στην άκρη του δρόμου.


--


Το Σπίτι, αυτό το Σπίτι 
και οι άνθρωποι, αυτοί οι άνθρωποι, 
που ζουν, που ζουν μέσα.
Είναι ξένοι, ξένοι άνθρωποι,
πυρήνες, μόνο πυρήνες,
Φοβισμένοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, άνθρωποι.
και το Σάββατο, αυτό το Σάββατο, 
φόρεσαν όλοι τα καλά τους, τα καλά τους ρούχα, 
κάτσανε ο ένας απέναντι του άλλου,
και τι έγινε και τι άλλαξε;
Οι άνθρωποι, αυτοί οι άνθρωποι,
που ζουν, που ζουν μέσα,
στο σπίτι αυτό, σε αυτό το σπίτι,
είναι ξένοι, ξένοι άνθρωποι,
πυρήνες, μόνο πυρήνες. 

--

Περιπλανάται ο αλήτης. 
Απλός και όμορφος,
καμαρωτός, μα και φοβισμένος ενίοτε.
Προσπερνά τις βιτρίνες.  
Ψάχνοντας τροφή,
σε δρόμους πιο σκοτεινούς 
πιο απλούς, πιο καθημερινούς,
πιο μελωδικούς και πιο μολυσμένους.

Μα στις βιτρίνες ...
 Στις βιτρίνες εξαντλούνται οι ευκαιρίες.

Κοιτάζει οτιδήποτε αναπνέει. 
Αναζητά αυτό που θα του χορτάσει την άδεια του ψυχή.
Αυτό που θα τον κάνει να ξεχάσει την άδεια του κοιλιά.

Περιπλανάται ο αλήτης,
καμαρωτός και τα κόκαλά του φαίνονται όλα.
Ίσως να φαίνεται και η ψυχή του.
Προσπερνά γνωρίζοντας, 
δίχως να αντιδρά ...

Μύρισε χορτασίλα εδώ …

Το σύντομο πήρε παράταση
και η παράταση κρύβει τον Ήλιο …

Μα ο αλήτης περιπλανάται
Απλός και όμορφος, καμαρωτός,
μα και φοβισμένος.

Και σκέφτεται …
Θέλω χαμόγελο τόσο που να χορτάσω,
την άδεια ψυχή μου. 
Πεινάω αλλά δε μυρίζω που να πάω.
Βιτρίνες με χαμόγελα,
παγωμένα χαμόγελα
που δε σε χορταίνουν όσα και αν φας.
Πεινάω.
Πεινάω για λίγο χαμόγελο.


- Πού πήγε ο αλήτης;


--


Σου έδωσαν βέλη και τόξο χωρίς χορδή  
και σε χτύπησαν στη πλάτη γενιά μου. 
Σου κούνησαν κλαμένες μανάδες το μαντίλι. 
Σε ευλόγησαν χέρια βρώμικα. 
Σε χρησαν αρχηγό στα πυρηνικά τούτα χρόνια 
Και εσύ πήγες γενιά μου… 
Πήγες στον πόλεμο…
Πήγες να υπερασπιστείς τα όνειρά σου.
Μανάδες φορούν μαύρα τσεμπέρια πια
και  πατεράδες το πένθος στο μανίκι.
Μα τα μάτια σου γενιά μου ορθάνοιχτα να τα χεις πρέπει.
Να δείχνεις ατρόμητη μπροστά στο φόβο
Αθάνατη μπροστά στο θάνατο.
Χαμογελαστή μπρος στη λύπη 
Αποφασισμένη να στέκεσαι μπροστά στην ευθύνη σου.
Φωνακλού να είσαι μπροστά στη σιωπή.
Αυτόφωτη μες στο σκοτάδι. 
Μια παρέα απέναντι στη μοναξιά.
Μια γροθιά με πολύχρωμα λουλούδια.
Και ένα μπουκάλι γιομάτο με όνειρα να τους πετάς.

Μα γενιά μου, το τόξο δεν είχε χορδή.


--


Το αερόστατο είναι έτοιμο.
Το μπαλόνι γεμάτο άνωση.
Οι καυστήρες στην πλήρη ισχύ τους.
Οι σκέψεις ερωτοτροπούν με το άγνωστο.
Η καρδιά χτυπά σαν τύμπανο πολέμου.
Οι  άνθρωποί σου σε χαιρετούν, σου εύχονται καλό ταξίδι.
Τα μάτια σου πλημμυρίζουν.
Τα χέρια σου τρέμουν και οι παλάμες σου ιδρώνουν.
Κλείνεις τα ματιά και περιμένεις ότι στο επόμενο άνοιγμά τους,
όλα θα μοιάζουν στίγματα, δυσκολανάγνωστα σχήματα.

Το αερόστατο μένει κολλημένο στο έδαφος. 
Μεγάλα βάρη.
Τόσο που η φανταστική άνωση γίνεται η αλήθεια που δε μπορείς να της ξεφύγεις,
ό,τι ψέμα και αν της πεις.
Μα το αερόστατο είναι έτοιμο
το μπαλόνι γεμάτο και οι καυστήρες σε πλήρη ισχύ.

Κλείνω τα μάτια και πάλι.
κάνω μια ακόμα προσπάθεια, 

ή 
τώρα 
ή 
ποτέ!

Σκέφτομαι να κατέβω να δω τι φταίει, 
αλλά δεν το τολμώ. 
Φοβάμαι πως αυτό που με κρατάει κάτω
είμαι εγώ ο ίδιος, 
είστε εσείς και οι καταστάσεις μας
στερεότυπα και ενοχές για όλους και για όλα.

Μα το ταξίδι…
Το ταξίδι αυτό θα πρέπει να γίνει,
να γίνει πάση θυσία, 
με εμένα ή χωρίς.

Σκέψου ότι με ένα ψέμα, θα ταξιδέψουν τόσοι άλλοι,
θα το δοκιμάσουν τόσοι ακόμα.

Έτσι και αλλιώς η καρδιά μου χτύπησε, τα χέρια μου έτρεμαν για μια στιγμή 
οι παλάμες μου ίδρωσαν και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Το είδα το ταξίδι να συμβαίνει.
Το ονειρεύτηκα σου λέω. 
Πέταξα μακριά, πέταξα ψηλά.
Πέταξα στο άγνωστο.

Τώρα πήδηξα απ' έξω 
και το μπαλόνι μου άρχισε να αιωρείται,
έτρεξα πίσω του και έπιασα ένα σχοινί.

Ο ομφάλιος λώρος που με κρατά συνδεδεμένο με τη ζωή που θα ‘θελα.

Δε θέλω να γυρίσω πίσω. 
Δε θέλω να κοιτάξω εσάς να με λυπάστε που δεν τα κατάφερα, 
εσάς που θα σπεύσετε να με αγκαλιάσετε,
να μου πείτε δεν πειράζει.

Γιατί για μένα πειράζει και παραπειράζει,
  δεν ταπεινώνομαι άλλο, 
δεν ταπεινώνεται ένας ταξιδευτής άλλωστε.
Δεν του αξίζει κάτι τέτοιο.

Εγώ θα τρέχω πίσω από το μπαλόνι μου 
και θα γίνω τρελός για εσάς του πολλούς,
Θα γίνω απωθημένο.
Ρεκλάμα διαφημιστική,
Η γιγαντοαφίσα με το παράξενο παιδί  που τρέχει πάνω από πόλεις και βουνά.

Δεν παραιτούμαι πια,
δε γυρίζω πίσω.

Υπάρχει το όνειρο!

 ολόκληρο ή μισό 

αλλά υπάρχει το όνειρο.


---
-






Δεν υπάρχουν σχόλια: