Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Η μοτοσυκλέτα. "Η Σβούρα μου"



Τα μηχανάκια ποτέ δεν με τρέλαιναν για κάποιο λόγο, άσχετα που έχω καβαλήσει αρκετά μιας και για μια περίοδο δούλευα σε συνεργείο, όχι ότι είχα τελειώσει κάποια σχολή σχετική, αλλά πάντα μου άρεσαν οι χειρωνακτικές δουλειές και δη αυτή του μηχανικού.
Έτσι πήρα και διάβασα κάποια βιβλία που διδασκόντουσαν στις τεχνικές σχολές στο τμήμα των μηχανικών και ξεστραβώθηκα. Μία ωραία πρωία αποφάσισα να πάω να ζητήσω δουλειά σε ένα συνεργείο πάνε χρόνια από τότε ίσως και δέκα.
Εξήγησα τι είμαι και ότι με τη θεωρία τα πάω καλά στην πράξη όμως τα πράγματα δυσκολεύουν, το εντυπωσιακό είναι που δέχτηκε ο μάστορας να με δοκιμάσει.
Το συνεργείο μόλις το είχε νοικιάσει πριν δούλευε σε γνωστό μαγαζί επί της Μιχαλοπούλου, έκανε και αυτός το πρώτο του βήμα μαζί με μένα. Θυμάμαι αμέτρητα μερόνυχτα να ξύνουμε και βάφουμε τοίχους, μετά να ξεδιαλέγουμε βίδες, παξιμάδια, τσιμούχες και ένα κάρο μικροπράγματα, μέχρι το συνεργείο να γίνει όπως το ονειρευόταν.
Στο συνεργείο αυτό φτιάχναμε ιαπωνικά μηχανάκια, τότε ήταν πολύ της μόδας τα ΧΤ 600, από τα χέρια μου είχαν περάσει αμέτρητα τέτοια μηχανάκια. Ωραία εποχή, υπάρχουν στιγμές που τις νοσταλγώ. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να δούλεψα περίπου ένα χρόνο εκεί, παράλληλα είχα ξεκινήσει τη σχολή κινηματογράφου, αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησα, μιας και ξεκίνησα να δουλεύω πάνω στο αντικείμενο που σπούδαζα. Μπορώ να πω πως ποθημένα όσο αφορά τις δουλειές που θα ήθελα να κάνω δεν έχω μιας και δούλεψα για κάτι λιγότερο από ένα χρόνο και σε συνεργείο που κάναμε μετατροπές σε 4X4 όταν αντιμετώπισα κάποιες δυσκολίες με την δουλειά μου, άλλη μούρλα και αυτή με τα τετρακίνητα. Ε τι να κάνω η αγάπη για τα βουνά και τη φύση δεν κρύβονται.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν άρχισε μέσα μου κάτι να φωνάζει κάνε κάτι που να σε κάνει να είσαι ελεύθερος. Ήξερα τι είναι αυτό το κάτι, αλλά κάθε που ήμουν έτοιμος να αγοράσω μία μηχανή όλο κάτι πήγαινε στραβά και η προσδοκία μου αυτή ματαιωνόταν. Φέτος είπα δεν πάει άλλο, πρέπει να πάρω μηχανάκι αρκετά πια με τις αναβολές στα πάντα, πρέπει να κάνω ένα δώρο στο Νικόλα. Έτσι ξεκίνησα να κοιτάζω για μηχανάκια, από την αρχή ήξερα ότι θα καταλήξω σε ΧΤ, αλλά κοίταζα και άλλα. Μέχρι που ένας γνωστός μου είπε ότι έχει ένα ΧΤ 500 του 2003 το οποίο δεν το κυκλοφορεί και αν με ενδιαφέρει. Σκέφτηκα ότι τα 500 κυβικά θα είναι λίγα, αλλά από την άλλη όφειλα να είμαι προσγειωμένος στην ελληνική πραγματικότητα, αυτή που δύσκολα πια μπορείς να πεις ότι πάω ταξίδι και δη στο εξωτερικό. Οπότε, ένα μηχανάκι που θα μπορώ να κυκλοφορώ καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας αλλά να μπορώ να κάνω και τα ταξιδάκια μου έστω και με κάποιο συμβιβασμό είναι η λύση. Άλλωστε οι μεγάλες αγάπες θέλουν κατανόηση και σεβασμό, κάπου κερδίζεις και κάπου χάνεις πάντα στη ζωή. Μόλις το καβάλησα και είδα το κοντέρ του που έγραφε 19.348 χλμ. είπα όπα!! Πόσα ζητάς; (πριν ακόμα το βάλω μπρος). Μου είπε μια τιμή τον παζάρεψα τόσο όσο να μην νιώθω ούτε εγώ ριγμένος αλλά ούτε και αυτός μια και το πούλαγε λόγω μετανάστευσης. Εφόσον λοιπόν το σκέφτηκα από όλες τι απόψεις και ίσως να εκλογίκευσα αρκετά πράγματα, δώσαμε τα χέρια και προχώρησα στην αγορά.
Την άλλη μέρα πήγα αγόρασα λάδια φίλτρα μπουζιά και ότι άλλο χρειαζόταν ώστε να είναι έτοιμη μιας και σε τρεις μέρες έφευγα για το πρώτο εντός Ελλάδας ταξίδι μου με μηχανή, ταξίδι που το είχα κανονίσει πριν ακόμα την αγοράσω.Κατέβηκα στην πυλωτή με καφεδάκι τσιγάρα και την εργαλειοθήκη μου, το χαμόγελο δεν έλεγε να μου φύγει με τίποτα, θυμόμουν ακόμα, όλες τι βίδες απ' έξω, ωραίο πράγμα να είσαι σίγουρος για κάτι. Τελείωσα το σέρβις, την έβαλα μπρος, την καβάλησα και την έκανα μια βόλτα όπως πρέπει άλλωστε μετά από κάθε σέρβις.
Σκέφτηκα αρκετά ονόματα μέχρι να καταλήξω στο Σβούρα, ο λόγος επιλογής του ονόματος προσωπικός (σου χαμογελώ ελεύθερα ξέρεις εσύ). Το μπρελόκ ήταν έτοιμο πριν ακόμα την αγοράσω, μια σβούρα ξύλινη που πριν την τρυπήσω και την κάνω μπρελόκ την σβούρισα αρκετές φορές πάνω στο γραφείο μου, την κοιτούσα και είπα ότι έτσι θα σβουρίζω τον κόσμο κάποια μέρα, γύρω γύρω με τη μηχανή μου.
Η μεγάλη μέρα έφτασε, η μηχανή φορτώθηκε με τα απαραίτητα, έβαλα το κλειδί στο διακόπτη και την σβούρα να φαίνεται σε περίοπτη προς εμένα θέση, τράβηξα το τσοκ, και πάτησα τη μίζα και αυτή πήρε μπρος. Της είπα ότι είναι το πρώτο μας ταξίδι και ότι πρέπει να πάμε και να έρθουμε. Άλλωστε για μένα σκοπός σε ένα ταξίδι δεν είναι ο προορισμός αλλά η αφετηρία. Η αφετηρία που επιστρέφεις και που πια μπορείς να δεις πόσο σε άλλαξε το ταξίδι που μόλις τελείωσε. Σηκώνει αρκετή κουβέντα αυτό το ξέρω ίσως κάποια άλλη φορά όμως.
Η αλήθεια είναι ότι περίμενα πολύ διαφορετικά τα πράγματα στο πρώτο μου ταξίδι, περίμενα να είναι κάτι μαγικό, κάτι που τα συναισθήματα απλά θα είχαν μια αέναη εναλλαγή. Ας είμαι ρεαλιστής όμως, κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στους κεραυνοβόλους έρωτες, που χάνεις τον έλεγχο και ζεις τα πάντα στον ουρανό χωρίς να πατάς καθόλου στη Γη, κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνο όμως και ευτυχώς που η σχέση μου με την μηχανή δεν είναι τέτοια είναι μια σχέση αγάπης, μεγάλης αγάπης θα έλεγα, που θέλει σεβασμό για να αντέξει στο χρόνο, είναι μία σχέση περίεργα αμφίδρομη μιας και τις εντολές όλες τις δίνει το μυαλό μας.
Αν θα μπορούσα να διαιρέσω τις δύο πιο έντονα συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές που έζησα οδηγώντας σε όλο το ταξίδι μάλλον θα έβγαζαν ακέραιο αποτέλεσμα. Η μία ήταν η στιγμή που ξαφνικά έπιασα το εαυτό μου να νιώθει τόσο παιδί, τόσο ανέμελος, τόσο χαρούμενος, τόσο ξεχωριστός και ελεύθερος και με ένα χαμόγελο το οποίο δεν έφευγε από το πρόσωπο μου, τα μάτια μου δάκρυσαν από ευτυχία επιτέλους (είμαι σίγουρος ότι θα χάρηκες και εσύ που δεν ήθελες να πάρω μηχανή, σε σκέφτηκα πάλι και προσγειώθηκα στην αλήθεια ξανά), ακόμα κατάλαβα ότι όταν καβαλάς μηχανή δίνεις σημασία σε πράγματα που όταν οδηγάς αμάξι ποτέ δεν τα προσέχεις.
Σε μία πινακίδα στην έξοδο κάποιου χωριού κάπου πριν την Άρτα η οποία έγραφε ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, θυμάμαι τον Βασίλη να οδηγά όρθιος την μηχανή του για να ξεπιαστεί από την πολύωρη οδήγηση, και εμένα να πιάνω με το αριστερό μου χέρι τη σβούρα μου και να λέω ευχαριστώ σε όποιον αποφάσισε να μας ευχηθεί καλό ταξίδι ενώ ταυτόχρονα είδα τον Βασίλη να υποκλίνεται και αυτός στην φράση αυτή. Ανατρίχιασα πραγματικά και σκέφτηκα ότι ο κάθε μηχανόβιος - ταξιδευτής έχει τις δικές του στιγμές, τα δικά του πιστεύω, την δικιά του μοναξιά, τον δικό του σκοπό και στόχο, τη δικιά του φιλοσοφία, τους φόβους του και τις προκαταλήψεις του. Μέσα από όλα αυτά όμως και από ανθρώπους που ταξιδεύουν που για πολλούς φαντάζουν ξεκοφτοί, βλέπεις μία άλλη ποιότητα αντίληψης πέρα από τα καθημερινά.


Είναι μαγεία να οδηγάς μηχανή, είναι όπως η ζωή, ποτέ δεν ξέρεις η επόμενη στιγμή αν σου επιφυλάσσει κάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: